Η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ) για την διευθέτηση του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ με την Τουρκία, επανέρχεται εκ νέου τον δημόσιο διάλογο. Οι απόψεις επ’ αυτού διίστανται και ως εκ τούτου θα επιχειρήσουμε να το προσεγγίσουμε βάσει των τελευταίων εξελίξεων που παρατηρούνται στο ελληνοτουρκικό γεωπολιτικό υποσύστημα, αλλά και των μαθημάτων που μπορούμε να εξάγουμε από αντίστοιχες περιπτώσεις διαφωνίας μεταξύ κρατών που κατέληξαν στο ΔΔΧ.
Κατ’ αρχάς ας ξεκαθαρίσουμε το ποιοί βρίσκονται πίσω από την προώθηση της προσφυγής στη Χάγη. Υπενθυμίζουμε ότι ο ομότιμος καθηγητής Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου Χρήστος Ροζάκης πρωτοστάτησε στο δημόσιο διάλογο με επιχειρήματα υπέρ της επιλογής αυτής. «Δεν μπορούμε να έχουμε τα πάντα με το μέρος μας. Θα πρέπει να δώσουμε και κάτι. Για να πάμε στη Χάγη χρειάζεται συνυποσχετικό» έλεγε προσθέτοντας ότι, «Η Ελλάδα έχει τηρήσει μια μαξιμαλιστική θέση σε όλα της τα ζητήματα. Έχει θεωρήσει ότι μπορεί να έχει ΑΟΖ μέχρι την Κύπρο, πράγμα αδύνατον. Έχει θεωρήσει ότι μπορεί να έχει 12νμ παντού. Έχει θεωρήσει ότι μπορεί να έχει εναέριο χώρο μεγαλύτερο από την αιγιαλίτιδα ζώνη της» δίνοντας πάτημα στην τουρκική διπλωματία να μιλά για ελληνικό «μαξιμαλισμό»…
Η ιδέα της προσφυγής στη Χάγη βέβαια δεν είναι καινοφανής. Ανατρέχοντας στα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ στο Ελσίνκι το Δεκέμβριο του 1999, βλέπουμε ότι από τότε άρχισε να προλειαίνεται το έδαφος αφού είχε αποφασιστεί ότι οι υποψήφιες χώρες προς ένταξη (σσ. Τουρκία) θα έπρεπε να επιλύσουν τις «συνοριακές ή συναφείς» διαφορές τους με τις γειτονικές χώρες με διαπραγματεύσεις ή όπου αυτό δεν ήταν εφικτό, με προσφυγή στο ΔΔΧ.
Επανερχόμενοι στο σήμερα, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Εστία» στις 2 Ιουνίου 2021, κατά τη διήμερη επίσκεψη του Μ. Τσαβούσογλου στην Αθήνα στις 30 και 31 Μαΐου 2021, παρατηρήθηκε αλλαγή της τουρκικής στρατηγικής. Η Τουρκία λοιπόν δέχεται το συνυποσχετικό (το οποίο είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την προσφυγή στο ΔΔΧ), κάτι στο οποίο μέχρι πρότινος δε συναινούσε ανοικτά, αλλά και αυτό υπό σαφείς προϋποθέσεις/απαιτήσεις. Συγκεκριμένα, απαιτεί να γίνει δεκτή η ύπαρξη των «γκρίζων ζωνών», να τεθεί επί τάπητος το ζήτημα της «αποστρατιωτικοποιήσεως» ελληνικών νήσων, καθώς και άλλες διεκδικήσεις που εγείρει κατά καιρούς. Υπενθυμίζουμε ότι η «Δημοκρατία» στις 28 Ιανουαρίου 2020 δημοσιοποίησε τις θέσεις του τούρκου πρέσβη στην Αθήνα Μπουράκ Οζουγκεργκίν, ο οποίος είχε ταχθεί υπέρ της παραπομπής στη Χάγη του θέματος των Ιμίων, των «γκρίζων ζωνών», της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών και των υπόλοιπων τουρκικών αξιώσεων, ενώ ταυτόχρονα είχε απειλήσει ότι «εάν συνεχίσουμε έτσι, δεν αποκλείεται κλιμάκωση». Αυτές οι αξιώσεις λοιπόν δεν είναι καινούριες, αλλά πλέον προτείνεται να ενταχθούν στο συνυποσχετικό. Ένα τέτοιο συνυποσχετικό από μόνο του θα συνιστούσε αναγνώριση των διεκδικήσεων αυτών από την Ελλάδα ως «διμερείς διαφορές». Διόλου απίθανο μάλιστα η Τουρκία να επιδιώκει να διολισθήσουμε στο συνυποσχετικό μόνο και μόνο για την αναγνώρισή τους ως «διμερείς διαφορές» και εν τέλει να μην αποδεχθεί την δικαιοδοσία της Χάγης ή την όποια απόφασή της.
Η προσφυγή στη Χάγη είναι πολύ πιο σύνθετη υπόθεση από ότι παρουσιάζεται και συμπαρασύρει και άλλες διευθετήσεις μείζονος εθνικής σημασίας μαζί με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ κατά τον καθηγητή Διεθνούς Δικαίου και υφυπουργό Παιδείας Άγγελο Συρίγο (Καθημερινή, 24/08/2020): «Εάν αμφισβητείται η κυριαρχία επί κάποιων εδαφών, δεν είναι δυνατή η οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών. Εάν εφαρμοσθεί η τουρκική θεωρία περί «γκρίζων ζωνών», αρχή οποιασδήποτε οριοθετήσεως θα πρέπει να είναι η διαπίστωση της κυριαρχίας των «αμφισβητούμενων» νησιών του Αιγαίου, οι ακτές των οποίων χρησιμοποιούνται ως γραμμές βάσεως. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και εάν συναινούσε η Τουρκία για επίλυση της διαφοράς για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο, πρώτο θέμα προσφυγής θα έπρεπε να είναι η διαπίστωση της κυριαρχίας επί των νησιών. Η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας θα ακολουθούσε ως δεύτερο θέμα». Επομένως, αυτό που επιδιώκει η Τουρκία με την νέα τακτική της είναι εκτός των άλλων, να αναθέσουμε και την εξακρίβωση της κυριαρχίας των «γκρίζων ζωνών» από το ΔΔΧ. Να αποφανθεί δηλαδή το Δικαστήριο αν τα Ίμια -και όχι μόνο- είναι ελληνικά.
Πέραν όμως του ζητήματος των «γκρίζων ζωνών», σύμφωνα με τον καθηγητή Οικονομικής Γεωγραφίας Θεόδωρο Καρυώτη (hellasjournal.com, 24/6/2021), μέχρι σήμερα οι αποφάσεις που έχει λάβει το ΔΔΧ σχετικά με τη χάραξη των ορίων της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ είναι, 68% υπέρ της αρχής της μέσης γραμμής (equidistance) που αποτελεί πάγια ελληνική θέση, και 38% υπέρ της αρχής της ευθυδικίας (equity) που ευνοεί την τουρκική θέση. Στη δεύτερη περίπτωση, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο να μην αποδοθεί πλήρης επήρεια στο Σύμπλεγμα Μεγίστης (και ειδικά της νήσου Στρογγύλης) και επομένως να χάσει το κοινό θαλάσσιο σύνορο με την Κύπρο. Το αν είμαστε προετοιμασμένοι να ρισκάρουμε 38% πιθανότητα να απολέσουμε δυνάμει κυριαρχικά δικαιώματα που απορρέουν από το Δίκαιο της Θάλασσας και να χάσουμε τη «σύνδεση» με την Κύπρο, είναι μάλλον αρκετό κατά την ταπεινή μας γνώμη, για να αποδομηθεί το αφήγημα της προσφυγής στη Χάγη ως «ιδανική λύση» εκτός κι αν είμαστε υπέρ της όποιας λύσης πάση θυσία φυσικά… Εδώ ας λάβουμε υπόψη και τη γνώμη του πρώην πρέσβη της Βρετανίας στην Ελλάδα, Τζον Κίτμερ, ο οποίος με άρθρο του στο βρετανικό think tank «RUSI» επισήμανε ότι «οι προηγούμενες αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου υποδεικνύουν ότι θα δώσει στο ζήτημα μια λύση όπου καμία πλευρά δεν θα πάρει όλα όσα θέλει».
Ακόμη όμως κι αν αγνοήσουμε τους ως άνω κινδύνους, υπάρχει μια επιπλέον κρίσιμη πτυχή στο ζήτημα της Χάγης την οποία θίγει ο καθηγητής γεωπολιτικής Κώστας Γρίβας (slpress.gr, 09/02/2020): «Το Δίκαιο της Θάλασσας είναι ένα δυναμικό και όχι στατικό μέγεθος. Ένα μέγεθος που εξελίσσεται και μεταλλάσσεται ανάλογα με τα διεθνή γεωπολιτικά δρώμενα, έστω και αν αυτά συμβαίνουν σε τόπους μακρινούς (πχ Νότιο Σινική Θάλασσα) και δεν αποτυπώνονται -ακόμη- στο γράμμα του νόμου. Ωστόσο, τα δρώμενα αυτά προκύπτουν από ζυμώσεις στην υπαρξιακή βάση του Δικαίου της Θάλασσας, που είναι ο ανταγωνισμός της χερσαίας στρατιωτικής ισχύος με τη θαλάσσια». Η εφαρμογή του Δίκαιου της Θάλασσας επηρεάζεται από την στρατιωτική ισχύ, τα τετελεσμένα επί του πεδίου (βλ. έρευνες Oruc Reis σε ελληνικές θάλασσες επί 4,5 μήνες), ή/και από διακρατικές συμφωνίες οι οποίες το αντιβαίνουν (βλ. τουρκολιβυκό Μνημόνιο). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η απόφαση του ΔΔΧ, που δικαιώνει τις Φιλιππίνες στις διαφορές της με την Κίνα στη Νότια Σινική Θάλασσα (Καθημερινή, 13/07/2016), απόφαση η οποία όμως ουδέποτε εφαρμόστηκε επί του πεδίου και αγνοείται συστηματικά από την Κίνα. Υπό αυτήν την έννοια ακόμη κι αν η προσφυγή Ελλάδας-Τουρκίας γίνει με συνυποσχετικό αποκλειστικά και μόνο για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, και το ΔΔΧ βγάλει την όποια απόφαση, κανείς δεν εγγυάται την αποδοχή της από την Τουρκία. Εκτός κι αν είναι εις βάρος μας φυσικά. Η ελληνική στρατιωτική ισχύς αποτελεί το μόνο εχέγγυο διασφάλισης των εθνικών δικαίων, συνεπικουρούμενη φυσικά από την ισχυρή πολιτική βούληση για την εμπλοκή των Ενόπλων Δυνάμεων όπου και αν χρειαστεί, και όχι η φοβική υποχωρητικότητα χάριν διατήρησης μιας επίπλαστης και βραχύβιας ηρεμίας…